- λύκειος
- λύκειος, -ον, θηλ. και -α (AM)αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ' ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.)αρχ.1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειοςα) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυροβ) επίθετο τού Απόλλωνος, αλλ. Λύκηος, Λύκιος («καὶ σύ, Λύκει' ἄναξ, Λύκειος, γενοῡ στρατῷ δαΐῳ στονωναύτας», Αισχύλ.)γ) επίθετο τού Πανός2. φρ. «ἀγορὰ Λύκειος» — ανοιχτός χώρος στο Άργος, κοντά στον ναό τού Λυκείου Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -ειος. Από τους τ. Λύκειος και Λύκιος, που και οι δύο αναφέρονται στον Απόλλωνα, ο τ. Λύκειος έχει θεωρηθεί παρ. τού λύκος και έχει προσλάβει τη σημ. τού «λυκοκτόνος» αποδίδοντας στον Απόλλωνα την ιδιότητα τού προστάτη τών κοπαδιών (πρβλ. Λύκιος, Λυκηγενής)].
Dictionary of Greek. 2013.